Μια απρόσμενη εισαγωγή...
Εδώ και κάποιες ημέρες στην Κοινότητα μάς έχει έρθει ένα καινούριο μέλος, η Δώρα!
Μας ήρθε απευθείας από τις φυλακές της Θήβας, είναι 17 χρονών και ήδη έχει ζήσει αρκετό καιρό μέσα στη φυλακή και στην Κοινότητα της φυλακής. Σκεφτήκαμε να την ρωτήσουμε κάποια πράγματα για το πώς ήταν η κατάσταση εκεί μέσα. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να καταφέρει να παραμείνει καθαρός μέσα στη φυλακή; Τι δυσκολίες αντιμετώπισε; Ποιοι ήταν οι μεγαλύτεροι της φόβοι; πώς βλέπει την Κοινότητα αν έχασε ποτέ τις ελπίδες της και αν μπορούσε μέσα σε αυτό το περιβάλλον να κάνει όνειρα…
Δώρα:
“…Μέσα στη φυλακή οι δυσκολίες ήταν πολλές και μεγάλες, κάθε μέρα αντιμετωπίζαμε προβλήματα από το σύστημα της φυλακής που μας δυσκόλευε να προχωρήσουμε.
Ήταν κυριολεκτικά το ‘’άσπρο’’ και το ‘’μαύρο’’, η ελευθερία (τις ώρες της Κοινότητας) και ο εγκλεισμός (τις υπόλοιπες ώρες μέσα στη φυλακή). Προσπαθούσαμε πάρα πολύ να προφυλάξουμε τον εαυτό μας. Είχαμε όμως συμμάχους κοντά μας, που η βοήθεια τους ήταν καταλυτική και ανεκτίμητη. Με τα κορίτσια της Κοινότητας ήμασταν κυριολεκτικά ‘’μια για όλες και όλες για μια’’.
Στην αρχή είχα απογοητευτεί, ματαιωθεί, είχα χάσει το νόημα της ύπαρξης μου και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως είχα φέρει την ζωή μου σε τέτοιο σημείο που πίστευα πως αν εξαφανιζόμουν δεν θα το πρόσεχε κανένας. Κι όμως μέσα στην ατυχία μου βγήκα τυχερή, γιατί αν ήμουν ελεύθερη τόσο καιρό δεν ξέρω που θα βρισκόμουν τώρα, ούτε καν αν θα ζούσα.
Μπορεί να μην είχα πια όνειρα, αλλά οι ελπίδες μου πάντα υπήρχαν και είναι αυτές που με κράτησαν δυνατή, ζωντανή και πάνω από όλα Καθαρή μέχρι και σήμερα.
Η απόφαση ήταν δύσκολη, γιατί πλέον είχα μάθει στην εύκολη λύση και αισθανόμουν πως δεν υπήρχε άλλη διέξοδος.
Στη χρήση, ακούγοντας ανθρώπους να μιλάνε σε κύκλους τα κορόιδευα και τα υποτιμούσα. Τώρα όμως που έχω ξεκινήσει και τα ζω, τα εκτιμώ και δεν το βλέπω πια έτσι.
Στην Κοινότητα ξέρω πως θα υπάρχουν σχέσεις ξεκάθαρες και πως αν απλώσω το χέρι μου δεν θα μου δώσουν κάτι για να με στείλουν στον άλλο κόσμο, αλλά θα μου δώσουν τα χέρια τους τα παιδιά για να με βοηθήσουν και να με κρατήσουν όρθια.
Κλείνοντας, να πω ότι όσο ήμουν στη φυλακή ο μεγαλύτερος μου φόβος ήταν τη στιγμή που θα πάταγα το πόδι μου έξω χωρίς χειροπέδες.
Είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις για μήνες μόνο τον ουρανό και ξαφνικά να βρίσκεσαι έξω στο δρόμο και να περπατάς με καθαρούς ανθρώπους. Από την άλλη πλευρά δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω και να ενταχθώ εδώ.
Το παλεύω όμως και όχι μόνη μου. Τουλάχιστον έχω συμμάχους…”