Την προηγούμενη Παρασκευή το πρωϊ στην μεγάλη φωτεινή αίθουσα του νεοκλασσικού της οδού Φλωρίνης, ήμαστε όλοι εκεί.
Και τα 14 παιδιά της Κοινότητας, η Πέμη (Ζούνη), η Κυρατσώ (Σκοδρογιάννη), ο Αντώνης (Παρλιάρος), η Ντόρα (Ζούμπα), η Κλάρα (Τακά) κι εγώ.
Για την Πέμη κι εμένα ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχαμε στην εβδομαδιαία αυτή σύναξη της «οικογένειας» του ΚΕΘΕΑ ΣΤΡΟΦΗ. Εδώ γίνεται ο απολογισμός της εβδομάδας που πέρασε με τα θετικά και τα αρνητικά και μπαίνουν οι στόχοι της επόμενης εβδομάδας.
Για δυόμιση περίπου ώρες η καρδιά, ο νους και η ψυχή μας γέμισαν, γέμισαν από τους φόβους, τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις, τις προσδοκίες της Δώρας, του Θανάση, του Γιουσούφ, του Παναγιώτη, της Νατάσας, του Μίσα, του Λούκα....
Πόσο δύσκολος είναι αλήθεια ο καθημερινός αγώνας των παιδιών αυτών με τα πισωγυρίσματα, τους δισταγμούς, τα ερωτηματικά, την ανασφάλεια.
Και πόσο χάρηκαν με την συζήτηση που είχαν με την Πέμη, πρώτη ανάδοχο του ΚΕΘΕΑ ΣΤΡΟΦΗ, που την φαντάζονταν ψηλομύτα και αφ’υψηλού που ζητούσε να μάθει πώς πήραν την απόφαση να έρθουν στην Κοινότητα, τί τους οδήγησε στα ναρκωτικά και μετά να τους μιλά για την εμπειρία της σαν δασκάλα συνομίληκων τους σε Δραματική Σχολή, για την εσωτερική γλυπτική, ν’ απαντάει στις επίμονες ερωτήσεις τους για την πολιτική και να δηλώνει ότι η θέση που προτιμάει είναι στην γαλαρία.
Ό,τι ειπώθηκε στη διάρκεια αυτής της συνάντησης θα το κρατήσω φυλαγμένο βαθιά μέσα μου, πολύτιμη παρακαταθήκη για τις δικές μου δύσκολες στιγμές. Τα παιδιά αυτά έχουν μάθει να μιλάνε ανοιχτά, ν’ αγωνίζονται, ν’ αντιμετωπίζουν τη σκοτεινή πλευρά τους, να παλεύουν με το πριν για να κερδίσουν το μετά.
Είναι δύσκολο, δύσκολο πολύ για ένα 16χρονο να χαρτογραφεί τα θέλω και τα πρέπει, να χαράζει νέα πορεία. Ένας μικρός Οδυσσέας που παλεύει με Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες, Κίρκες και Σειρήνες.
Κι όταν προς το τέλος της συνάντησης ο Πάρης λέει ότι νιώθει σαν πυροτέχνημα έτοιμο να εκραγεί και για μια τσαλακωμένη εβδομάδα τα λόγια του, λόγια αφοπλιστικά, λόγια αληθινά γα έναν αγώνα δυσανάλογα σκληρό, με χτύπησαν δυνατά στο πρόσωπο και μ΄έκαναν ν’αναλογιστώ πότε είχα εγώ, μεγάλη και ώριμη, τη δύναμη ν’ αναμετρηθώ με την αλήθεια και να την αποθέσω έτσι γυμνή, αφτιασίδωτη στην οικογένεια, στους φίλους μου…