Το ξύλο που αντικαθιστά την πολιτική συζήτηση στα τηλεοπτικά πλατό είναι ένα εύγλωττο σημάδι της βαθιάς κρίσης που περνά η ελληνική κοινωνία.
Ο φόβος, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα της οικονομικής κρίσης συσσωρεύουν θυμό και επιθετικότητα και φέρνουν σταδιακά τη βία στο επίκεντρο της δημόσιας και πολιτικής ζωής.
Οι ακραίοι του μίσους αναλαμβάνουν δράση με πρόσχημα να προστατεύσουν την κοινωνία από τους «εχθρούς», με απειλές, προπηλακισμούς, εκβιασμούς, διώξεις, με τη χρήση ατομικής και ομαδικής βίας και από περιφερειακό και περιθωριακό φαινόμενο προσπαθούν να πάρουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αποστρέφονται και αποδοκιμάζουν τη βία. Ορισμένοι , όμως, που μπορεί να νιώθουν απόγνωση, οργή και αδυναμία μπροστά στις εξελίξεις, εκτονώνουν τα συναισθήματα αυτά, ταυτιζόμενοι με το ρόλο του θύτη στα περιστατικά βίας («Καλά τους έκανε!»).
Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κίνδυνος κοινωνικής νομιμοποίησης της βίας. Όσο αυτή προβάλλεται, επικροτείται ή απλώς γίνεται ανεκτή, τόσο πιο ανεξέλεγκτες διαστάσεις μπορεί να πάρει, μεταξύ προσώπων και άτυπων ή οργανωμένων ομάδων.
Δια της βίας επιχειρείται η επιβολή της «τάξης», της «δικαιοσύνης» και της «ηθικής», πάντα με βάση τις αντιλήψεις αυτού που αποφασίζει να κάνει χρήση της. Όσο κλονίζεται η εμπιστοσύνη απέναντι στην πολιτεία και τους θεσμούς της και όσο η πολιτεία αποδεικνύεται αδύναμη να επιτελέσει το ρόλο της, να αντιμετωπίσει την κρίση και τα κοινωνικά προβλήματα, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος η βία, από όπου και αν προέρχεται, να γίνεται το μέσο για την επίλυση διαφορών, αντικαθιστώντας το διάλογο, την επιχειρηματολογία, τη συνεννόηση και τελικά τους ίδιους τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Όσο μένουμε (τηλε)θεατές μπροστά σε τέτοια φαινόμενα, τα ανεχόμαστε, τα αγνοούμε ή τα επιβραβεύουμε με τα λόγια ή με την ψήφο μας, νομιμοποιούμε πολιτικά και κοινωνικά τη βία, συμβάλλουμε στη μετατροπή της κοινωνίας μας σε ρινγκ και στην αποσάθρωση της δημοκρατίας.
ΠΗΓΗ