Η ανεργία στην Ελλάδα συνεχώς αυξάνεται και βαθαίνει η οικονομική κρίση. Η Ελλάδα κατέχει πλέον την πρώτη θέση στην ανεργία στην Ευρώπη τόσο στον πληθυσμό των ενηλίκων όσο και μεταξύ των νέων. Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο στους τρεις νέους είναι άνεργοι, ενώ η ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η ανεργία στο τέλος του χρόνου θα αγγίξει το 29%, ποσοστό που θυμίζει άλλες εποχές. Στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα τα πράγματα επίσης δεν πάνε προς το καλύτερο. Μετά τις απανωτές περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις τα σενάρια για απολύσεις και εφεδρείες δεν έχουν τέλος.
Τα τελευταία δύο χρόνια η ελληνική κοινωνία ζει μέσα στην αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και την κατήφεια. Η φτώχια έχει αγγίξει μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού. Κάθε τρεις μήνες επαναλαμβάνεται το ίδιο σενάριο: «Για να πάρουμε τη δόση, πρέπει να υπάρξουν και άλλα μέτρα», τα οποία συνήθως χτυπάνε τους μικρομεσαίους, τους μισθωτούς και αφήνουν απέξω τις τράπεζες, τους μεγαλοεπιχειρηματίες και όλους αυτούς που χρωστάνε εκατομμύρια ευρώ στο δημόσιο ή σε τρίτους και που, μόλις πιεστούν λίγο περισσότερο, κηρύσσουν πτώχευση ή μεταφέρουν την έδρα της εταιρείας εκτός Ελλάδος, μαζί και τα κεφάλαιά της. Σε αυτό το πλαίσιο ενισχύεται η «οριζόντια επιθετικότητα» και οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των πολιτών, οι οποίοι αισθάνονται φόβο και ανασφάλεια και θεωρούν ως υπεύθυνους κάποιους άλλους.
Ο δημόσιος και ευρύτερος δημόσιος τομέας έχουν την «τιμητική» τους. Είναι αυτός από τον οποίον απαιτεί, επιτακτικά πλέον, η τρόικα να γίνουν απολύσεις. Ο μεγάλος κίνδυνος που εμφανίζεται είναι, χωρίς αξιολόγηση του έργου του κάθε φορέα, με τη διαδικασία του επείγοντος και με προχειρότητα, να γίνουν καταργήσεις, συγχωνεύσεις και απολύσεις, προκειμένου να βρεθεί ο αριθμός των ατόμων που χρειάζεται να απομακρυνθούν, κατά την άποψη πάντα της τρόικας.
Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι ο δημόσιος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας πρέπει να μείνουν στο απυρόβλητο, δεδομένου ότι υπάρχουν φορείς και οργανισμοί των οποίων η λειτουργία είναι προβληματική. Αυτό, άλλωστε, όχι μόνο το ζουν στο πετσί τους οι έλληνες πολίτες, αλλά είχε διαπιστωθεί και σε μελέτη που έγινε πριν από δύο χρόνια για λογαριασμό της ελληνική κυβέρνησης. Δεν θα είχε αντίρρηση κανείς να μειωθούν οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες που ταλανίζουν τους πολίτες, οι προβληματικές επιχειρήσεις, οι οργανισμοί που δεν παράγουν έργο και δεν προσφέρουν υπηρεσίες. Ποιος, όμως, μπορεί να εγγυηθεί ότι θα υπάρξει μια διαδικασία αξιολόγησης η οποία θα είναι διαφανής και αντικειμενική και ότι τα αποτελέσματά της θα αξιοποιηθούν για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών και της καθημερινότητας των πολιτών; Πώς θα διασφαλιστεί, για παράδειγμα, ότι θα συνεχίσουν να παρέρχονται δωρεάν κρίσιμες υπηρεσίες υγείας, κοινωνικής φροντίδας και εκπαίδευσης που τόσο έχει ανάγκη η κοινωνία μας σήμερα; Το πρόσφατο παράδειγμα του σχεδίου ΑΘΗΝΑ για την αναδιοργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, μόνο ενθαρρυντικό δεν είναι. Καταργήθηκαν σχολές και τμήματα απαραίτητα για την ελληνική κοινωνία και διατηρήθηκαν άλλα ως αποτέλεσμα πολιτικής πιέσεων και όχι βάσει αξιολόγησης.
Φαίνεται ότι η κρίση θα συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα ακόμα, οι δε πολίτες θα συνεχίσουν να αναρωτιούνται για το ποιος έχει σειρά για την ανεργία.
* Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος είναι διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών, διευθυντής του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ). Είναι πρόεδρος της επιστημονικής και συμβουλευτικής επιτροπής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Θεραπευτικών Κοινοτήτων (W.F.T.C.) και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Θεραπευτικών Κοινοτήτων (E.F.T.C).