Μία φορά και έναν καιρό ήταν δύο αδερφές. Η Βαγγελιώ και η Τασία. Δεν είχαν οικογένεια καμία από τις δύο ζώντας μόνες τους και τα 60 χρόνια της ζωής τους.
Μία μέρα η Βαγγελιώ πηγαίνει στο δάσος να μαζέψει ξύλα. Καθώς ήταν μέσα στο δάσος και μάζευε ξύλα, εμφανίστηκε ένα παλικάρι που της είπε:
-Γιαγιά έλα στο σπίτι μου που μένω με τα έντεκα αδέρφια μου, να σου δώσουμε εμείς ξύλα.
-Εντάξει, είπε η Βαγγελιώ.
Τα δώδεκα αυτά αδέρφια ήταν οι δώδεκα μήνες του χρόνου.
Μόλις φτάσανε στο σπίτι άρχισαν οι ερωτήσεις.
-Γιαγιά ποίος μήνας σου αρέσει πιο πολύ;
-Όλοι καλοί είναι παιδί μου.
-Και ο Δεκέμβριος που έχει παγωνιά;
-Ναι, γιατί παρόλο που μου πονάνε τα κόκαλα μου, σαν τότε γεννήθηκε ο Χριστούλης.
-Σ’ αρέσει και ο Σεπτέμβριος;
-Ναι, βέβαια γιατί μαζεύουμε τα σταφύλια και έχει δουλειά όλο το χωριό.
-Ο Μάιος σ’ αρέσει;
-Ναι, γιατί ανθίζουν όλα τα λουλούδια και ομορφαίνει όλος ο κόσμος.
Πάει ο ένα μήνας και γεμίζει με χρυσές λίρες το τσουβάλι και φεύγει από το σπίτι αφού χαιρετήθηκαν, νομίζοντας πως κουβαλάει ένα τσουβάλι με ξύλα.
Μόλις έφτασε στο σπίτι ανοίγοντας το τσουβάλι η αδερφή της η Τασία έσκασε από την ζήλια, ρώτησε που ήταν περίπου το σπίτι και ξεκίνησε για το δάσος.
Μόλις έφτασε κοντά στο σπίτι επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία. Την πλησίασε ο νεαρός μήνας και της είπε να την βοηθήσει με τα ξύλα.
Μόλις φτάσανε στο σπίτι ξανάρχισαν οι ερωτήσεις.
-Γιαγιά ποίος μήνας σου αρέσει πιο πολύ;
-Κανένας παιδί μου, όλοι κακοί και ανάποδοι είναι.
-Ο Μάιος δεν σ’ αρέσει γιαγιά;
-Όχι γιατί ανθίζουν τα λουλούδια και με πιάνουν οι αλλεργίες μου.
-Σ’ αρέσει ο Σεπτέμβριος;
-Να πω την αλήθεια μπορεί να βγάζουμε λεφτά από τον τρύγο αλλά σιχαίνομαι που μου κόβονται τα χέρια και να μου πονάει η μέση.
-Και ο Δεκέμβριος;
-Και βέβαια όχι, γιατί με το κρύο του, εκτός ότι μου πονούν τα κόκαλα καίει και όλα τα λαχανικά με την παγωνιά του.
Άντε παλικάρι μου, δώσε μου ότι είναι να μου δώσεις να πάω στην ευχή της Παναγίας.
Πάει λοιπόν ο μήνας και γεμίζει το τσουβάλι με φίδια και της λέει:
Θα πας στο σπίτι και θα ανοίξεις το τσουβάλι μόνο όταν σιγουρευτείς πως δεν είναι κανείς στο σπίτι, πως έχεις κλείσει όλα τα παράθυρα και οι πόρτες είναι κλειδωμένες. Έτσι και έγινε πήγε στο σπίτι και ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες και μόλις άνοιξε το τσουβάλι βγήκαν τα φίδια και την έφαγαν ζωντανή!
Το παραμύθι αυπό ήταν από τα αγαπημένα μου και μου το έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν 7 χρονών. Την έβαζα κάθε βράδυ να μου το λέει μαζί με κάποια άλλα, όταν πήγαινα στο χωριό μου τα καλοκαίρια. Το χωριό λέγεται Αγναντιά και βρίσκεται έξω από την Καλαμπάκα της Θεσσαλίας.
Το νόημα και το μήνυμα αυτού του παραμυθιού είναι ξεκάθαρο και πρέπει να προσπαθούμε να το εφαρμόζουμε κάθε μέρα στην ζωή μας.
Πρέπει δηλαδή παρόλες τις δυσκολίες που συναντάμε να βλέπουμε το ποτήρι της ζωής πάντα μισογεμάτο.Εάν όμως συνέχεια γκρινιάζουμε και έχουμε αρνητική στάση απέναντι στη ζωή θα πρέπει να αναλάβουμε και την ευθύνη της δημιουργίας της ‘‘κόλασης’’ μας.
Το μόνο σίγουρο είναι πως O,TIΔΩΣΕΙΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ.
ΘΑΝΑΣΗΣ Δ. μέλος της Κοινότητας.